- τοιχάς
- τοιχ-άς, άδος, ἡ, in pl., epith. of ships in Nonn.D.39.7 (στοιχάδας Ludwich).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τοιχάς — άδος, ἡ, ΜΑ (ποιητ. τ.) χαρακτηρισμός πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοῖχος + κατάλ. άς, άδος (πρβλ. ἱππ άς). Κατά μία άποψη, ο τ. θα έπρεπε να διορθωθεί σε στοιχάς] … Dictionary of Greek